- ανεβάτης
- ο1. αυτός που βρίσκεται καβάλα πάνω σε ζώο, ο αναβάτης2. η δύσπνοια, το ανέβασμα3. το μέρος της μάντρας στο οποίο ανεβάζουν τις προβατίνες για άρμεγμα4. ο ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπορεί να μετακινηθεί η επάνω μυλόπετρα για να βγει το αλεύρι χοντρότερο ή ψιλότερο5. η βίδα.
Dictionary of Greek. 2013.