ανεβάτης

ανεβάτης
ο
1. αυτός που βρίσκεται καβάλα πάνω σε ζώο, ο αναβάτης
2. η δύσπνοια, το ανέβασμα
3. το μέρος της μάντρας στο οποίο ανεβάζουν τις προβατίνες για άρμεγμα
4. ο ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπορεί να μετακινηθεί η επάνω μυλόπετρα για να βγει το αλεύρι χοντρότερο ή ψιλότερο
5. η βίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”